συμπλεκτικός

συμπλεκτικός
η , ό[ν]
1) связывающий, соединяющий; сплетающий, переплетающий; 2) грам, соединительный (союз)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συμπλεκτικός" в других словарях:

  • συμπλεκτικός — twining masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικός — ή, ό/συμπλεκτικός, ή, όν, ΝΑ, και συμπλεχτικός, ή, ό, Ν [συμπλέκω] 1. αυτός που συμπλέκει 2. φρ. «συμπλεκτικοί σύνδεσμοι» (στην παρατακτική σύνδεση) σύνδεσμοι που συμπλέκουν, συνενώνουν, καταφατικά ή αποφατικά, ομοειδείς λέξεις ή προτάσεις και οι …   Dictionary of Greek

  • συμπλεκτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συμπλέκει: Ο «και»είναι συμπλεκτικός σύνδεσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπλεκτικῶν — συμπλεκτικός twining fem gen pl συμπλεκτικός twining masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικόν — συμπλεκτικός twining masc acc sg συμπλεκτικός twining neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικώτατον — συμπλεκτικός twining masc acc superl sg συμπλεκτικός twining neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικοῖς — συμπλεκτικός twining masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικοί — συμπλεκτικός twining masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικοῦ — συμπλεκτικός twining masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικούς — συμπλεκτικός twining masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικῆς — συμπλεκτικός twining fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»